- καταλάμπουσα
- καταλάμπωshine uponpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταλαμπούσας — καταλαμπούσᾱς , καταλάμπω shine upon pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) καταλαμπούσᾱς , καταλάμπω shine upon pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλάμπω — (AM καταλάμπω) εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» στη μέση τής ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος τού ήλιου, Ευρ.) μσν. αρχ. 1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α.… … Dictionary of Greek